- νοσοῦντα
- νοσέωto be sickpres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)νοσέωto be sickpres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοσοῦνθ' — νοσοῦντα , νοσέω to be sick pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νοσοῦντα , νοσέω to be sick pres part act masc acc sg (attic epic doric) νοσοῦντι , νοσέω to be sick pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) νοσοῦντι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσοῦντ' — νοσοῦντα , νοσέω to be sick pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νοσοῦντα , νοσέω to be sick pres part act masc acc sg (attic epic doric) νοσοῦντι , νοσέω to be sick pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) νοσοῦντι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Isthmian Games — The Isthmian Games or Isthmia (ancient Greek Ἴσθμια) were one of the Panhellenic Games of Ancient Greece, and were named after the isthmus of Corinth, where they were held. As with the Nemean Games, the Isthmian Games were held both the year… … Wikipedia
ιατρεύω — (ΑΜ ἰατρεύω) [ιατρός] 1. γιατρεύω, θεραπεύω, αποκαθιστώ την υγεία κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῡντα», Πλάτ.) 2. διορθώνω, διευθετώ («τὴν φαυλότητα τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.) αρχ. 1. εξασκώ το ιατρικό επάγγελμα («τίς ὀρθῶς… … Dictionary of Greek
ξανακύλημα — το [ξανακυλώ] 1. κύλημα ενός πράγματος για άλλη μια φορά 2. σκάψιμο τού εδάφους σε βάθος 3. (για νόσο ή νοσούντα) υποτροπή, υποτροπίαση … Dictionary of Greek
παρακρατώ — παρακρατῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. αποθηκεύω μέρος τού προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να τό χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης 2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η… … Dictionary of Greek
προσεντείνω — Α [ἐντείνω] 1. τεντώνω κάτι περισσότερο («ἐπειδὴ νοσοῡντα πρῴην εἶδὲ με... πληγὰς ὁ γενναῑος προσενέτεινεν», Λουκ.) 2. φρ. «προσεντείνειν πληγάς τινι» εξακολουθώ να δέρνω κάποιον … Dictionary of Greek
φρενομόρως — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) φρ. «νοσοῡντα φρενομόρως»· [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + μόρως (< μορος < μόρος «μερίδιο, πεπρωμένο, μοίρα»), πρβλ. ὑπερ μόρως] … Dictionary of Greek